ξύρεσθαι

ξύρεσθαι
ξύ̱ρεσθαι , ξυρέω
shave
pres inf mp

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πιλίον — τὸ, Α [πίλος] 1. μικρός πίλος («ξύρεσθαί τε τὰς κεφαλὰς καὶ πιλία φορεῑν», Πλούτ.) 2. ονομασία επιδέσμου …   Dictionary of Greek

  • πώγων — ωνος, ο, ΝΜΑ 1. γένι, γένειο («τὸν πώγωνα ξύρεσθαι», Χρυσ. Στωικ.) 2. πιγούνι 3. ως κύριο όν. Πώγων φυσικός λιμένας που σχηματίζεται μεταξύ τών νοτιοδυτικών ακτών τής νήσου Πόρου και τών απέναντι ακτών τής Τροιζηνίας («ἐς γὰρ Πώγωνα τὸν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”